ηλεκτρίζω

ηλεκτρίζω
μετ.
1) прям. , перен. электризовать;

ηλεκτρίζω τίς μάζες — электризовать массы (речью и т. п.);

2) вызывать электрический шок (у кого-л.), поражать электрическим током (кого-л.);
3) перен. накаливать; обострять;

ατμόσφαιρα ηλεκτρίσμένη — накалённая атмосфера


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ηλεκτρίζω" в других словарях:

  • ηλεκτρίζω — ηλεκτρίζω, ηλέκτρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ηλεκτρίζω — ηλέκτρισα, ηλεκτρίστηκα, ηλεκτρισμένος 1. προσθέτω ή αφαιρώ ηλεκτρόνια από ένα σώμα και έτσι προκαλώ ροή ηλεκτρονίων: Ηλεκτρίζω θετικά ή αρνητικά κάποιο σώμα. 2. μτφ., ενθουσιάζω: Ηλεκτρίζει τα πλήθη με τους λόγους του. 3. μτφ., εξάπτω, δημιουργώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρίζω — 1. μεταδίδω σε κάτι ηλεκτρισμό, φορτίζω κάτι με ηλεκτρισμό 2. προκαλώ την ανάπτυξη ηλεκτρικών φορτίων στην επιφάνεια ενός σώματος, διοχετεύω ηλεκτρισμό 3. προξενώ σε κάποιον ηλεκτρικό κλονισμό, πλήττω κάποιον με ηλεκτρισμό 4. μτφ. διεγείρω… …   Dictionary of Greek

  • γαλβανίζω — 1. ηλεκτρίζω κάποιο σώμα χρησιμοποιώντας ηλεκτρική στήλη 2. επενδύω με την επίδραση τού ηλεκτρικού ρεύματος μετάλλινο αντικείμενο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου 3. μεταδίδω σε κάποιον τον ενθουσιασμό μου για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • ηλέκτριση — η 1. μετάδοση ηλεκτρικού ρεύματος, η φόρτιση, η πλήρωση με ηλεκτρισμό («ηλέκτριση εξ επιδράσεως») 2. μτφ. διέγερση, μετάδοση ενθουσιασμού, έξαψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrification < electrify (βλ. ηλεκτρίζω). Η… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρίσιμος — η, ο αυτός ο οποίος μπορεί να ηλεκτρισθεί, αυτός που ηλεκτρίζεται εύκολα, δεκτικός ηλεκτρίσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτριστικός — ή, ό 1. αυτός που ηλεκτρίζει, που προκαλεί ηλεκτρισμό 2. διεγερτικός, ενθουσιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκίνηση — η τεχνολ. 1. η χρησιμοποίηση ηλεκτρικής, αντί άλλης μορφής, ενέργειας σε γεωργικές, βιομηχανικές ή οικιακές εφαρμογές 2. ο εξοπλισμός σιδηροδρομικής ή τροχιοδρομικής γραμμής ή δικτύου με τις απαιτούμενες για ηλεκτρική έλξη εγκαταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • φαραδίζω — φαράδισα, φαραδίστηκα, φαραδισμένος, ηλεκτρίζω, διεγείρω με φαραδικό ρεύμα (δηλ. με ρεύμα από επαγωγή.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»